Σινέ "ΚΗΠΟΣ",
Μοσχάτο
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΑΙΝΙΩΝ
Κάντε κλικ στους
τίπλους των ταινιών για περισσότερα...
Τετάρτη 20-6-07 |
ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ, (17΄), του
Λευτέρη Χαρίτου
|
ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ, (130΄), του Νίκου Κούνδουρου | |
Πέμπτη 21-6-07 |
|
Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ, (137΄), του Μιχάλη Κακογιάννη | |
Παρασκευή 22-6-07 |
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΩΝ,
(14΄), του Γιάννη Λεοντάρη
|
ΗΝΙΟΧΟΣ, (140΄), του Αλέξη Δαμιανού | |
Σάββατο 23-6-07 |
ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΡΕΣ, (29΄), του Κώστα
Μαχαίρα
|
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ, (120΄),
του Παντελή Βούλγαρη
|
|
Κυριακή 24-6-07 |
ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ, (34΄), της Μόνικας
Βαξεβάνη
|
ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ (100΄), της Τώνιας Μαρκετάκη | |
Δευτέρα 25-6-07 |
ΟΧΙ ΠΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΑΠΗΣ, (26΄),
της Στρατούλας Θεοδωράτου
|
ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ, (117΄), του Νίκου Παναγιωτόπουλου | |
Τρίτη 26-6-07 |
ΙΣΜΑΗΛ, (23΄), του Γιώργου
Ζαφείρη
|
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ, (132΄), του Θόδ. Αγγελόπουλου |
Το πρόγραμμα κάθε μέρας αρχίζει
ακριβώς στις 9.00΄
Ένας εκπρόσωπος της
Κινηματογραφικής Λέσχης λέει δυο λόγια για
το πρόγραμμα της ημέρας, γίνεται η προβολή
της ταινίας μικρού μήκους, ο σκηνοθέτης της
ταινίας λέει δυο λόγια και συζητάει με το
κοινό, όχι πάνω από 20΄.
Ακολουθεί η παρουσίαση του
σκηνοθέτη της μεγάλης ταινίας, γίνεται η
προβολή και στο τέλος της προβολής ο
δημιουργός συζητάει με εκείνο το μέρος του
κοινού που επιθυμεί να παραμείνει, καθώς η
ώρα θα είναι ήδη 11.30΄ με 12.00΄. Η συζήτηση να
κρατήσει μέχρι 40΄.
Θα εκδοθεί ένα επιπλέον
φυλλάδιο με εκτενέστερη παρουσίαση των
ταινιών και των συντελεστών τους για όλη
την Α΄ εβδομάδα.
Κρήτη 1897. Οι έλληνες επαναστάτες
κέρδισαν την ελευθερία τους πολεμώντας στα
βουνά και ζητούν τώρα από τις Μεγάλες
Δυνάμεις να αναγνωρίσουν το τέλος της
τούρκικης κυριαρχίας στο νησί. Ένας
συμμαχικός στόλος από γαλλικά, αγγλικά,
ιταλικά και ρώσικα πολεμικά πλοία
αγκυροβολεί στο λιμάνι των Χανίων με την
πρόφαση της προστασίας των Ελλήνων και
Τούρκων κατοίκων. Η Ρόζα Μποναπάρτε, με τη
συνοδεία δώδεκα κοριτσιών, αποβιβάζεται σε
μια ερημική παραλία μαζί με όλο τον
εξοπλισμό ενός μασσαλιώτικου μπορντέλου
και εγκαθίστανται στο παλιό Δημαρχείο. Γύρω
τους ένας ολόκληρος κόσμος από…
Στο Μπορντέλο ο Ν. Κούνδουρος
καταπιάστηκε μ’ ένα ακόμα ιστορικό θέμα. Οι
χαρακτήρες αυτής της ταινίας είναι
φανταστικοί, αλλά ο τόπος, ο χρόνος και τα
ιστορικά γεγονότα αυθεντικά. Ένα φιλόδοξο
εγχείρημα, μία από τις πιο εντυπωσιακές
ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
Η ευάλωτη, γοητευτική και
ανώριμη κυρία Λιούμποφ Ρανέφσκι επιστρέφει
στη Ρωσία, το 1900. Πέντε χρόνια πριν, όταν ο
μικρός της γιός πνίγηκε στη λίμνη, η
Λιούμποφ εγκατέλειψε το πατρικό της κτήμα,
διάσημο για το Βυσσινόκηπό του, και
εγκαταστάθηκε στη Γαλλία με τον εραστή της,
ο οποίος αφού σπατάλησε όλες τις οικονομίες
της, την εγκατέλειψε. Στο γυρισμό της
βρίσκει το Βυσσινόκηπο να ανθίζει αντίθετα
με την οικονομική κατάσταση της
οικογένειας. Το υποθηκευμένο κτήμα θα βγει
στο σφυρί το φθινόπωρο. Η Λιούμποφ ωστόσο
ζει στο παρελθόν, βαυκαλίζοντας τον εαυτό
της και την οικογένειά της. Αρνείται κάθε
σκέψη να μετατραπεί το κτήμα σε οικόπεδα.
Στο τέλος ο ήχος των τσεκουριών που κόβουν
τα δέντρα αντηχεί μέσα στο άδειο σπίτι, ενώ
οι άμαξες με την οικογένεια απομακρύνονται.
Μια εποχή πεθαίνει…
Μια ποιητική κινηματογραφική μεταφορά
του κορυφαίου ομότιτλου έργου του Τσέχωφ
από τον Μ. Κακογιάννη, σε μια παραγωγή
διεθνών προδιαγραφών, με άψογη φωτογραφία,
σκηνικά, κοστούμια και ερμηνείες ηθοποιών.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
Θέμα της ταινίας η ιστορία ενός νέου
αντάρτη με φόντο την Ιστορία του τόπου από
το 1940 μέχρι τις μέρες μας. Φοιτητής πριν από
τον πόλεμο, ο Ηνίοχος βρίσκεται κρατούμενος
των Ιταλών στη φυλακή, απ' όπου δραπετεύει
και ανεβαίνει στο βουνό. Σ΄ ένα ξωκλήσι τον
βρίσκουν οι αντάρτες και τον παίρνουν μαζί
τους. Μετά την εμπειρία της πρώτης μάχης (όπου
οι Γερμανοί καίνε ένα χωριό και οι αντάρτες
σφάζουν 70 αιχμαλώτους) ζει την Αντίσταση
διατηρώντας πάντα κάποια κριτική απόσταση
από τα γεγονότα… Και μετά η Απελευθέρωση.
Βλέπουμε τη λευτεριά «πανώρια κόρη» που την
κατάντησαν ξεσκισμένη πόρνη να σέρνεται τα
επόμενα χρόνια στους δρόμους της Αθήνας,
διεκδικούμενη από πλήθος νταβατζήδες και
εργολάβους. Η ανασυγκρότηση της νέας
Ελλάδας…
Μια σπουδαία ταινία, το κύκνειο άσμα του
Αλέξη Δαμιανού. Ο Έλληνας και η τραγική του
μοίρα στο επίκεντρο της ματιάς του: τούτος ο
τυφλός Οιδίποδας που προσπαθεί να δει την
αλήθεια, στα σκοτάδια του,
κληρονόμησε έναν πολιτισμό αιώνιο μα
και την αντίστοιχη κατάρα. Σπάνιες στιγμές
ποίησης, υψηλής αισθητικής, προσωπικής
ματιάς. Πρόσωπα ολοζώντανα μπροστά μας,
τόσο αληθινά και εκφραστικά.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
Η ταινία είναι ένα τρίπτυχο γυρισμένο στη
Βόρεια Ελλάδα, με κοινό θέμα στις τρεις
ιστορίες τον μοναχικό άνθρωπο σε μια
κρίσιμη στιγμή του βίου του. Στο πρώτο
επεισόδιο ένας αρχαιολόγος ανακαλύπτει τον
ασύλητο τάφο ενός αξιωματικού των
ελληνιστικών χρόνων. Στη συνέχεια φεύγει
προς τα σύνορα για να δει τους τελευταίους
χώρους όπου έζησε ο γιος του φαντάρος, πριν
αυτοκτονήσει στη σκοπιά. Στο δεύτερο
επεισόδιο παρακολουθούμε μια ομάδα νέων
ορνιθολόγων να αναζητά τις διαδρομές της
τελευταίας νανόχηνας που έχει καταφύγει
στο Δέλτα του Έβρου. Το ταξίδι τους με βάρκα,
παρέα με τον ηλικιωμένο θηροφύλακα που «μιλάει»
τη γλώσσα των πουλιών-συντρόφων της ζωής
του είναι ένα εγκώμιο στην ομορφιά του
Έβρου και στη σχέση με τη Φύση. Κάποτε
εντοπίζουν τη νανόχηνα, ένας ασυνείδητος
λαθροκυνηγός τη σκοτώνει και τότε ο
ειρηνικός και γλυκομίλητος θηροφύλακας τον
πληρώνει με το ίδιο νόμισμα.
Στο τρίτο επεισόδιο, ένας μεσήλικας εργοστασιάρχης της επαρχίας, σκασμένος γιατί η γυναίκα του πήρε τα δυο τους παιδιά και τον εγκατέλειψε, καταλήγει να πίνει σ' ένα άγριο αγροτικό σκυλάδικο στη μέση του πουθενά, το «Βιετνάμ». Χωρίς πολλές κουβέντες, με τα λεφτά του, αρχίζει να σπάζει τα πάντα: πιάτα, ποτήρια, σκεύη. Για να ελαφρύνει την ψυχή του βάζει να ξηλώσουν τα πλακάκια, τις λεκάνες, τα κουφώματα, και στο τέλος όταν κορυφώνεται η «βακχική του καψούρα», ενώ οι μπουζουξήδες παίζουν πλέον έξω στους αγρούς, ο κ. Τσετσένογλου πληρώνει να γκρεμίσουν ολάκερο το σκυλάδικο.
Στο τρίτο επεισόδιο, ένας μεσήλικας εργοστασιάρχης της επαρχίας, σκασμένος γιατί η γυναίκα του πήρε τα δυο τους παιδιά και τον εγκατέλειψε, καταλήγει να πίνει σ' ένα άγριο αγροτικό σκυλάδικο στη μέση του πουθενά, το «Βιετνάμ». Χωρίς πολλές κουβέντες, με τα λεφτά του, αρχίζει να σπάζει τα πάντα: πιάτα, ποτήρια, σκεύη. Για να ελαφρύνει την ψυχή του βάζει να ξηλώσουν τα πλακάκια, τις λεκάνες, τα κουφώματα, και στο τέλος όταν κορυφώνεται η «βακχική του καψούρα», ενώ οι μπουζουξήδες παίζουν πλέον έξω στους αγρούς, ο κ. Τσετσένογλου πληρώνει να γκρεμίσουν ολάκερο το σκυλάδικο.
Ο Βούλγαρης, με τη σπάνια
ευαισθησία του πραγματοποίησε αυτό το
οδοιπορικό σε Μακεδονία και Θράκη, έζησε
από κοντά το χώρο και τους ανθρώπους, και τα
μετέφερε στην ωραία ταινία του.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
Στην Αθήνα της Κατοχής
μια Γερμανίδα, παντρεμένη με Έλληνα
αξιωματικό ερωτεύεται έναν έφηβο Εβραίο.
Σπρωγμένη από την ακατανίκητη
επιθυμία να κατακτήσει τον έρωτα της
ζωής της, πεθαίνει
και ξαναγεννιέται. Όσο διαρκούν οι δύο ζωές
της, ο κόσμος γύρω της αλλάζει. Η ατομική
ιστορία διασταυρώνεται με την Παγκόσμια.
Στοχασμός πάνω στον έρωτα, αυτή η ταινία θα
μπορούσε να είναι ένα θρίλερ: βρίσκεται
ακριβώς στο σημείο που χωρίζει τη φαντασία
από τον τρόμο.
Η πιο φιλόδοξη ταινία της Μαρκετάκη. Μια
ταινία για τον απόλυτο έρωτα, για τον έρωτα
που ξεπερνάει τους φραγμούς του χρόνου, που
ταλαντεύεται μαγικά ανάμεσα στο πάντα και
στο ποτέ, που μένει αγέρωχος εκεί όπου τα
πάντα υποκλίνονται. Και μια απ' τις
ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχουν
γυριστεί ποτέ στον Ελληνικό Κινηματογράφο,
μια μυστική τελετουργία, ένα άνθος
ευλάβειας προς τη ζωή.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
Η Στέλλα είναι μια όμορφη κοπέλα που
ονειρεύεται να γίνει σπουδαία
τραγουδίστρια. Ο φίλος της ο Αντρέας ζει μια
ήσυχη ζωή στο μαγαζί του (ΕΒΓΑ) και δε βλέπει
με καλό μάτι τη δίψα της φίλης του για φήμη.
Όταν αυτή αποφασίζει να αφήσει την Αθήνα
για να δουλέψει σαν τραγουδίστρια κάπου στη
Βόρεια Ελλάδα, ο Αντρέας ξεκινά μια
αναζήτηση για να τη βρει και να την πείσει
να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν. Οι δυο νέοι
παίζουν το παιχνίδι της ζωής και της
επιβίωσης, στη σύγχρονη Ελλάδα της ανεργίας,
των λαθρομεταναστών και των κλειστών
οριζόντων. Θα μάθουν και θα πάθουν. Προ
πάντων θα πάθουν, διασχίζοντας όλα τα
ναρκοθετημένα τοπία της Ανάγκης, του Έρωτα
και της Επιθυμίας, σε μια Ελλάδα που αλλάζει
παραμένοντας ίδια.
Ο Ν. Παναγιωτόπουλος βρίσκει την
ευκαιρία να στήσει, θα ’λεγε κανείς, ένα
δημιουργικό ντοκυμαντέρ πάνω στην επαρχία
και τη νυχτερινή δημόσια ζωή της. Ένας
πολύμορφος κόσμος θα παρελάσει μπροστά μας,
από τις ΕΒΓΕΣ και τις ταράτσες της Αθήνας
στα χιονισμένα βουνά και τα σκυλάδικα της
επαρχίας. Τρένα, λεωφορεία, σταθμοί,
παγωμένα δωμάτια ξενοδοχείων, νύχτες
αμαρτωλές με αλκοόλ και μουσικές
μπουζουκιών, με μποξέρ-συγγραφείς και
γαλατάδες-φιλόσοφους αλλά και με αληθινούς
δολοφόνους και πραγματικά όπλα.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
Είναι μια βροχερή Κυριακή στη
Θεσσαλονίκη. Ο Αλέξανδρος, ένας σπουδαίος
συγγραφέας, είναι πολύ άρρωστος και του
μένουν λίγες μέρες ζωής. Ετοιμάζεται να
εγκαταλείψει το σπίτι του στην παραλία, στο
οποίο έζησε όλη του τη ζωή, όταν βρίσκει ένα
γράμμα από τη γυναίκα του την Άννα όπου του
μιλάει για μια καλοκαιρινή μέρα τριάντα
χρόνια πριν. Την ίδια μέρα συναντάει ένα
δεκάχρονο αγόρι στο δρόμο, μετανάστη από
την Αλβανία. Αποφασίζει να ξοδέψει την
τελευταία μέρα του με το αγόρι για να το
γυρίσει σπίτι του, σε μια προσπάθεια να βρει
την αγάπη και να κατανοήσει το νόημα της
ζωής … και του χρόνου. Ο Αλέξανδρος αρχίζει
ένα παράξενο ταξίδι όπου το παρελθόν και το
παρόν αναμειγνύονται, ζώντας ξανά τις
ευτυχισμένες στιγμές, για μια μέρα... για την
αιωνιότητα.
Μια σπουδαία ταινία του Θόδωρου
Αγγελόπουλου, ένα αντίδωρο του σκηνοθέτη
στη χώρα και στον αιώνα που τον ανέδειξαν ως
παγκόσμιο κινηματογραφικό κεφάλαιο, μια
σπαραχτική κραυγή για την όλο και
οδυνηρότερη απώλεια της μνήμης και της
γλώσσας. Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ
Καννών.
Από το βιβλίο του Γιάννη
Σολδάτου: Ιστορία του Ελληνικού
Κινηματογράφου, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα , 1990
ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ
-Φίλε, να σου πω τώρα, σοβαρά...
-Όταν σου μιλάω, να με προσέχεις. Ότι είσαι,
είσαι, και ότι έκανες, έκανες....... –Τι
μαλάκας που είσαι.........
Ένας παππούς και η εγγονή του βγαίνουν έξω
για την καθημερινή τους βόλτα. Εκεί παίζουν
ένα παιχνίδι που εφευρίσκει η μικρή.Βραβεία: Φεστιβάλ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΛΑΡΙΣΑΣ, ΔΡΑΜΑΣ, DE HUESCA, VALENCIA.
Βραβεία: Φεστιβάλ ΔΡΑΜΑΣ 1999
Βραβεία: Φεστιβάλ ΔΡΑΜΑΣ, OBERHAUSEN, MONTECATINI. Κρατικό βραβείο 1996
Δραπετσώνα, 1957. Η Καίτη ασφυκτιά μέσα σε μια ανέλπιδη και εκνευριστική - στα όρια του φαιδρού- καθημερινότητα. Με αφορμή ένα παλιό φουστάνι, αποπειράται εκείνο που η μάνα της δεν τόλμησε ποτέ: να διεκδικήσει το δικαίωμα της ύπαρξης πέρα από την επιβίωση ή έστω μια απλή βόλτα στο λιμάνι.
Βραβεία: Φεστιβάλ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ANGERS, ΔΡΑΜΑΣ, CLERMONT-FERRAND
Βραβεία: Φεστιβάλ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Βραβεία: Πολυβραβευμένη ταινία στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου