Η έκθεση του Μιχ. Δεκλερή που εκδόθηκε μετά από αίτηση
του Δήμου Μοσχάτου για το θέμα της παραλίας
Παραλία Μοσχάτου:
Η
αποκατάστασις και βιώσιμη διαχείρισις του ιστορικού Φαληρικού Όρμου.
1. Ιστορικόν
Μεταξύ της ανωνύμου εταιρείας «Ολυμπιακό Ακίνητα» και του Δήμου Μοσχάτου
ανεφύη διαφορά ως προς το νομικό καθεστώς και την προσήκουσα διαχείριση του
τμήματος εκείνου του Φαληρικού Όρμου που αποτελεί το θαλάσσιον μέτωπον του
δευτέρου (Δήμου Μοσχάτου), ήτοι την παραλία μεταξύ των ιστορικών ποταμών Ιλισού
και Κηφισού:
Η πρώτη (Α.Ε. Ολυμπιακά Ακίνητα), επικαλούμενη, αφ' ενός μεν τις
διατάξεις των αρθρ. 16 και επ, του ν.3016/2002, που αφορούν στην διαχείριση και
αξιοποίηση (μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004) των περιουσιακών
στοιχείων από την εκτέλεση και λειτουργία Ολυμπιακών Έργων, αφ' ετέρου δε τις
διατάξεις του Π.Δ, της 22/26.3,2002 (ΦΕΚ Δ' 233) περί της εγκρίσεως Ειδικού
Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αναπτύξεως και Αναπλάσεως της περιοχής των Ολυμπιακών
εγκαταστάσεων στον Φαληρικό Όρμο, όπως οι ανωτέρω διατάξεις ετροποποιήθησαν και
αντικατεστάθησαν δια των διατάξεων του Νόμου 3207/2003, αναφέρεται πράγματι στο
κατ' Απρίλιον του 2005 καταρτισθέν Σχέδιον Αναπλάσεως του Φαληρικού Όρμου. Υπό
του Σχεδίου τούτου προβλέπεται κυρίως η κατασκευή και λειτουργία υπερτοπικών
αθλητικών εγκαταστάσεων (γηπέδων ποδοσφαίρου) υπό ιδιωτικήν διαχείρισιν, ενώ
εις τον Δήμον παραχωρείται «οικολογικόν πάρκον» 240 περίπου στρεμμάτων προς
οριστικήν διαμόρφωσιν και διαχείρισιν.
Από της πλευράς του, ο Δήμος
Μοσχάτου, επικαλούμενος την ανέκαθεν υφισταμένη κοινοχρησία των κατοίκων του
επί του αντιστοιχούντος εις το θαλάσσιον μέτωπον αυτού παρακτίου συστήματος,
επιθυμεί την συνέχισιν της κοινοχρησίας αυτής, υποστηριζόμενης υπό των
αναγκαιούντων εγκαταστάσεων αναψυχής (αναψυκτηρίων κ.λπ.)-
Επί του ανωτέρω
αντικειμένου, ο Δήμος Μοσχάτου εζήτησε την Γνωμοδότησιν του Επιμελητηρίου με
την από 12/6/07 αίτησίν του.
2. Η δόμησις του αληθούς προβλήματος
Η ως άνω περιγραφόμενη διένεξις αποτελεί πράγματι την κορυφήν ενός
παγόβουνου, το οποίον είναι και το μείζον και θεμελιώδες πρόβλημα εν
προκειμένω, δηλ. το πρόβλημα της βιώσιμου αναπτύξεως και διαχειρίσεως του
ιστορικού Φαληρικού Όρμου, το οποίον εγεννήθη μεν προ πολλών δεκαετιών,
επεδεινώθη κατά την εποχήν της αγρίας αναπτύξεως (δεκαετίες '60 και 70),
προσέλαβεν νέαν διάστασιν μετά την ισχύν του αρθ.24 του Συντάγματος του 1975,
επεδεινώθη και πάλιν με την κατασκευήν Ολυμπιακών Έργων, διό να δεχθεί το
τελικόν πλήγμα με το ειρημένον Σχέδιον ριζικής αναπλάσεως του Φαληρικού Όρμου.
Η πρόσφατη αυτή ιστορία του Φαληρικού Όρμου πρέπει να αποτελεί και την
αφετηρία του νομικού και επιστημονικού προβληματισμού για την βιώσιμη
διαχείριση του όρμου αυτού σήμερον και εις το μέλλον. Και η ιστορία αυτή
αποκαλύπτει ότι η Φαληρικός Όρμος, ο οποίος Παρέμεινε άθικτος εις την φυσικήν
του κατάστασιν επί αιώνες, υπέστη' σειράν ατυχών τεχνικών παρεμβάσεων κυρίως
κατά το β' ήμισυ του 20 αι, χωρίς καμμίαν αρμοδίαν επιστημονική μελέτη και
κανένα στρατηγικό προγραμματισμό και, κυρίως, χωρίς καμμίαν απολύτως επίγνωσιν
του τεραστίου οικολογικού προβλήματος που εδημιουργείτο εκ των παρεμβάσεων
αυτών για την βιωσιμότητα του. Κατ' αποτέλεσμα, ο Φαληρικός Όρμος ουσιαστικώς
έχει καταστραφεί και η νυν διαφημιζόμενη ανάπλασίς του δεν είναι άλλο τι ειμή η
τελευταία απόπειρα νομιμοποιήσεως και παγιώσεως των αυθαιρέτων τεχνικών έργων
επί του Φαληρικού Όρμου, δηλ. των έργων εκείνων τα οποία αντιστρατεύονται των
βιωσιμότητα του, ακριβώς διότι αντιβαίνουν εις θεμελιώδεις κανόνες διαχειρίσεως
των παρακτίων φυσικών οικοσυστημάτων.
Εκ της μελέτης των στοιχείων που ετέθησαν υπ' όψιν του, το Επιμελητήριον
έχει αποκομίσει την εντύπωσιν ότι δεν υπάρχει συνείδηση του προβλήματος αυτού
στην Δημόσια Διοίκηση, η οποία υπολαμβάνει ότι έχει πλήρη ελευθερία να
διαμορφώσει δια τεχνικών έργων και κατά το δοκούν τον Φαληρικό Όρμο,
συνεχίζουσα ούτω και επεκτείνουσα τις μέχρι τούδε καταστροφικές παρεμβάσεις εις
τον Όρμον αυτό. Για λόγους καθαρά μεθοδικούς η παρούσα Γνωμοδότησις εντοπίζει
το αντικείμενο του αμέσου ενδιαφέροντος της στο τμήμα εκείνο του Φαληρικού Όρμου
που αποτελεί την παραλία του Δήμου Μοσχάτου, διό το οποίον άλλωστε έχει ζητηθεί
η αύτη. Στοιχούσα, όμως, η Γνωμοδότησις αυτή, προς την προεκτεθείσα βασικήν
δόμησιν του προβλήματος, είναι υποχρεωμένη να συνδέει πάντοτε τα αφορώντα εις
την παραλίαν Μοσχάτου με την γενικήν προβληματικην του Φαληρικού Όρμου.
3. Ο Φαληρικός Όρμος, εξ
επόψεως μεν της περιβαλλοντικής επιστήμης είναι το σπουδαιότερον παράκτιον
σύστημα των Αθηνών, εξ επόψεως δε πολιτιστικού περιβάλλοντος έχει επίσης υψηλήν
αξίαν, αφ' ενός μεν διότι το Φάληρον υπήρξεν ο πρώτος λιμήν των Αθηνών, προτού
δηλ. ο λιμήν του . Πειραιώς αποκτήσει μείζονα σπουδαιότητα, αφ' ετέρου δε διότι
ο Φαληρικός Όρμος είναι και ιστορικός τόπος εφόσον εκεί έλαβαν χώρα γεγονότα
σημαντικά για την ιστορία της Χώρας, ως είναι ιδίως η τελευταία εκστρατεία και
ο θάνατος του στρατηγού Γ. Καραϊσκάκη κατά την επιχείρησιν διασπάσεως της
πολιορκίας της Ακροπόλεως υπό των Τούρκων (1827). Εις τον Φαληρικόν Όρμον
υπάρχουν ακόμα οι εκβολές των δύο ιστορικών ποταμών των Αθηνών, δηλ, του Κηφισού
και του Ιλισού, τους οποίους η ακηδία της νεοελληνικής Δημοσίας Διοικήσεως
μετέβαλε δυστυχώς εις απλούν μέρος του αποχετευτικού συστήματος της
πρωτευούσης. Εις την ευρυτέραν περιοχήν, τέλος, και πλησίον του Μοσχάτου
κατέληγεν ο περίφημος Ελαιών των Αθηνών -άλλο μέγα, κατά την παράδοσιν
οικοσύστημα των Αθηνών από φυσικής και πολιτιστικής απόψεως- ο οποίος εφυτεύθη
δια χειρός της πολιούχου θεάς Αθηνάς, εθαυμάσθη ανέκαθεν από όλους τους ξένους
περιηγητάς δια να καταστραφεί εν τέλει δια χειρών των νεοελλήνων!
Όλες οι αυθαίρετες επεμβάσεις εις βάρος του παρακτίου συστήματος του
Φαληρικού Όρμου και ο τελικός εγκιβωτισμός των ειρημένων ιστορικών ποταμών των
Αθηνών είχαν ως σοβαράν παρενέργειαν την γένεσιν πλημμυρικού προβλήματος εις
την περιοχήν του Δήμου Μοσχάτου, οικισμού με ιστορικό παρελθόν και συνεχή
παρουσίαν εις την νεώτερη εποχή των Αθηνών. Είναι αξιοσημείωτον, ότι η
καταστροφή του Φαληρικού Όρμου και ειδικώς της παραλίας του Μοσχάτου . έγινε
και συνεχίζεται εν ονόματι της «αναπτύξεως»!. Η παραλία του Δήμου Μοσχάτου
επλήγη διττώς: αφ' ενός μεν εκ των ευνόητων επιπτώσεων της εκτεταμένης
ρυπάνσεως των δύο ιστορικών ποταμών, αφ' ετέρου δε εκ της κατασκευής
υπερυψωμένης οδού κατά μήκος της παραλίας του Δήμου Μοσχάτου, η οποία
ουσιαστικώς τού απεστέρησεν το θαλάσσιον μέτωπον εφ' όσον διέκοψεν την
συνέχειαν του παρακτίου συστήματος. Όλα αυτά ελάμβαναν χώραν κατά την εποχήν
της αγρίας αναπτύξεως, οπότε, κατά τα προειρημένα, δεν υπήρχε καν συνείδησις
του περιβαλλοντικού προβλήματος.
4. Το πρόβλημα βιωσιμότητος του
Φαληρικού Όρμου πρέπει να θεωρηθεί ότι νομικώς γεννάται με την θέσπισιν της
περιβαλλοντικής προστασίας δια του αρθ.24 του Συντάγματος του 1975. Διότι, κατά
την έννοιαν του άρθρου αυτού, ως τούτο ερμηνεύθη διά της Νομολογίας του Ε'
Τμήματος του ΣτΕ, εις την περιβαλλοντικών προοτασίαν υπήχθησαν έκτοτε και τα
παράκτια συστήματα, τα οποία μάλιστα, κατά την νομολογίαν αυτήν, ακολουθούσαν
εν τούτω τις αρχές και Οδηγίες της Agenda '21, δηλ. του Παγκοσμίου Στρατηγικού
Σχεδίου για την Βιώσιμη Ανάπτυξη το οποίον εψηφίσθη στην Διάσκεψη του Ρίο
(1992), δέον να έχουν προτεραιότητα εις ηυξημένην περιβαλλοντικήν προστασίαν ως
κατ' εξοχήν ευαίσθητα οικοσυστήματα (fragile ecosystems), υποκείμενα και
επιρρεπή ευχερώς εις αποσταθεροποίησιν.
Επομένως, μετά το 1975 ο Φαληρικός Όρμος τελεί υπό συνταγματικήν
προστασίαν, τόσον ως ευπαθές παράκτιον οικοσύστημα όσον και ως ιστορικός τόπος
(καίτοι και κακώς μη κεκηρυγμένος ως τοιούτος δυνάμει ρητών διατάξεων). Τούτο
πρακτικώς εσήμαινε ότι δεν επετρέποντο πλέον τεχνικές παρεμβάσεις εις τον Όρμον
αλλοιούσαι την φυσικήν του κατάστασιν και λειτουργίαν, χωρίς να υποστηρίζονται
υπό της αρμοδίας επιστήμης των παρακτίων οικοσυστημάτων, και, αντιθέτως,
επεβάλλετο η αποκατάστασις αυτών. Και τούτο διότι η θεμελιώδης Αρχή της
Βιωσιμότητος (ή Αειφορίας κατά τον αδόκιμον ελληνικόν όρο) από την οποίαν
απέρρεεν η περιβαλλοντική προστασία, είχεν, κατά την νομολογίαν του Ε'
Τμήματος, τις ακόλουθες ειδικές εκφάνσεις:
1. Την Αρχή της Προφυλάξεως,
καθ' ήν προέχει απολύτως η διαφύλαξις των φυσικών οικοσυστημάτων παντός
τεχνικού έργου, οσονδήποτε σημαντικού για το δημόσιο συμφέρον και το τελευταίον
αυτό επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι συμβατό με τη λειτουργία του οικείου
οικοσυστήματος, εν προκειμένω του παρακτίου, οπότε και δύναται να επιτραπεί
μόνον εφόσον εντάσσεται εις την ηπίαν διαχείρισιν.
2. Την Αρχή της Προλήψεως,-καθ'- ήν προ της εκτελέσεως παντός έργου και
πόσης παρεμβάσεως πρέπει να ερευνώνται δι' αρμοδίας επιστημονικής μελέτης όλες
οι πιθανές και δυνατές επιπτώσεις της παρεμβάσεως εις το θιγόμενον οικοσύστημα
και να επιτρέπονται, μόνον εκείνες οι παρεμβάσεις που δεν έχουν σοβαράν
επίδρασιν εις την μελλοντικήν κατάστασιν και λειτουργίαν του οικοσυστήματος,
λαμβανομένων εν ανάγκη και όλων των αναγκαίων αντισταθμιστικών μέτρων.
Η Αρχή αυτή της Προλήψεως δεν πρέπει να συγχέεται με τη προαναφερθείσα
Αρχή της Προφυλάξεως. Η πρώτη αρχή τονίζει ότι η διατήρηση του οικοσυστήματος
προέχει των τεχνικών έργων, έστω και εκτελουμένων υπό την επίκλησιν δημοσίου
συμφέροντος. Με άλλους λόγους, τα φυσικά οικοσυστήματα και ιδίως τα ευαίσθητα
πρέπει να παραμένουν κατ' αρχήν άθικτα, και να επιτελούν την ζωτική λειτουργία
των για τη ζωή αυτών και των ανθρώπων. Τεχνικά έργα εκτελούνται μόνον κατ'
εξαίρεσιν και μόνον εφόσον είναι συμβατό με την λειτουργία των ως φυσικών
οικοσυστημάτων και εφόσον επιβάλλονται υπό σοβαρού δημοσίου συμφέροντος
συναφούς προς την λειτουργία των.
Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής επί των παρακτίων οικοσυστημάτων, η
νομολογία του Ε' Τμήματος του ΣτΕ έκρινε παγίως ότι λιμένες και άλλα λιμενικά έργα
εκτελούνται μετά φειδούς και μόνον εφόσον εντάσσονται εις συνολικώς σχεδιασθέν
δίκτυο λιμένων και έργων, του οποίου έχει τεκμηριωθεί η ανάγκη, και όχι εική
και ως έτυχεν (βλ. ΣΤΕ5168/1997, 1454/1998, 1507/2000, 2506/2002, 1340/2007
κ.ά.) Τοιουτοτρόπως, η τάσις παραλίων δήμων διά την καταχρηστικήν κατασκευήν
αλιευτικών καταφυγίων ηλέγχθη αποφασιστικώς. Είναι φανερόν άτι οι δύο πρώτες
αυτές αρχές αποκλείουν την μέχρι τούδε ακολουθηθείσαν άκριτον κατασκευήν
λιμένων και διαφόρων λιμενικών έργων στις ακτές της Χώρας αναλώμασι σπουδαίων
παρακτίων οικοσυστημάτων. Είναι αυτόχρημα θλιβερόν και επικυρούται εκ των
στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως ότι η Δημοσία Διοίκησις και οι
υποβοηθούντες το έργον της αρχιτέκτονες υπολαμβάνουν ότι είναι παντελώς
ελεύθεροι να μεταμορφώνουν κατά το δοκούν την άκρως ευαίσθητην ακτογραμμήν δι'
έργων ασύμβατων προς την φύσιν και αποστολήν των παρακτίων συστημάτων, ως λ.χ.
συνέβη με τα διαβόητα Ολυμπιακό Έργα, ως θα ίδωμεν περαιτέρω.
3. Την Αρχή της Φερούσης Ικανότητος, η οποία προσδιορίζει την σχέση των
ανθρωπογενών συστημάτων προς τα φυσικά οικοσυστήματα, και θέτει τα όρια των
ανθρωπίνων παρεμβάσεων εις την φύσιν. Η συνύπαρξις ανθρωπογενών συστημάτων και
φυσικών οικοσυστημάτων οφείλεται στην ελαστικότητα των τελευταίων τα οποία αποδέχονται
την ανθρωπίνην επέμβασιν και χειραγώγηση μέχρις ορισμένου ανελαστικού ορίου που
προσδιορίζει την φέρουσαν ικανότητα αυτών, Η φέρουσα ικανότης των
οικοσυστημάτων που δέχονται την ανθρωπίνων παρέμβασιν πρέπει να εξευρίσκεται
και να προσδιορίζεται επακριβώς προ πάσης παρεμβάσεως. Ειδικώς, όμως, για τα
παράκτια οικοσυστήματα, η Agenda '21 και η νομολογία δέχονται ότι αύτη είναι εξ
ορισμού λίαν περιορισμένη, πράγμα που συνεπάγεται την γενικήν ισχύν της αμέσως
επομένης αρχής, ήτοι,
4, Την Αρχήν της Ηπίας Διαχειρίσεως
των ευαίσθητων και δη των παρακτίων οικοσυστημάτων. Εξ ορισμού, τα πάσης φύσεως
λιμενικά έργα είναι καταστροφικά για τα παράκτια οικοσυστήματα, διά τούτο οι
πάσης φύσεως λιμένες επιτρέπονται μόνον εκεί που υπάρχει φυσικό όρμος διά την
προσόρμισιν και αγκυροβολίαν πάσης φύσεως σκαφών. Αυθαίρετα λιμενικά έργα,
αντιβαίνοντα δηλ, προς την υδροδυναμικήν των ακτών, είναι εκ κατασκευής
καταστροφικά και μη βιώσιμα έργα, διότι, οσοδήποτε και αν η σύγχρονη τεχνολογία
επιτρέπει την κατασκευήν των, συνεπάγεται εκτεταμένην καταστροφήν θαλασσιάς
ζωής και είναι πράγματι θνησιγενή καθ' ό ασύμβατα προς την ακώλυτον λειτουργίαν
των παρακτίων οικοσυστημάτων, και υποκείμενα μοιραίως εις την διηνεκήν
διαβρωτικήν δράσιν του θαλασσίου στοιχείου, το οποίον αναδεικνύεται πάντοτε ως
το επικρατέστερον στοιχείον ως προς την διάδρασιν θαλάσσης και ακριτών
λιμενικών έργων.
5. Την Αρχήν της Αποκαταστάσεως, η οποία ορίζει ότι η αποκατάστασις
βλαβέντων φυσικών οικοσυστημάτων εκ φυσικών λόγων ή τεχνικών έργων είναι
υποχρεωτική, και ως τοιαύτη δεν υπόκειται εις την ελευθέραν κρίσιν της Δημοσίας
Διοικήσεως. Η Αρχή αυτή έχει ευνόητον βαρύτητα εκεί όπου η θέσπισις της
περιβαλλοντικής προστασίας και η προστασία της βιωσιμότητος έγιναν «κατόπιν
εορτής», δηλ. επί των ερειπίων της αγρίας αναπτύξεως ως συνέβη εις την Χώρα
μας.
6. Την Αρχήν της Ανακτήσεως Περιβάλλοντος.
Εάν διά την πλήρη εφαρμογήν της Αρχής της Αποκαταστάσεως καθίσταται
αναγκαία η ανάκτησις του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίον είτε ενεσωματώθη καθ'
οιονδήποτε τρόπον εις ανθρωπογενες σύστημα, είτε, υποστάν εντροπίαν, μετέβαλε
χαρακτήρα, επιβάλλεται η επαναφορά του στην κατάσταση φυσικής ισορροπίας διό
της προσηκούσης επιστημονικής παρεμβάσεως.
Κατά ταύτα, οι αρχές αποκαταστάσεως και ανακτήσεως περιβάλλοντος
σημαίνουν πρακτικά ότι στο Δίκαιο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος δεν ισχύει η
πρακτική των τετελεσμένων γεγονότων, καθ' ήν η χρονική διάρκεια πραγματικών
καταστάσεων είναι γενεσιουργός, εν τέλει, δικαιωμάτων και δικαίου (λ.χ.
χρησικτησία, παραγραφή, αμετάκλητον κ.λπ.), διότι στο ειρημένο Δίκαιο επικρατεί
η υπέρτερα αρχή του Δημοσίου Συμφέροντος και της Δημοσίας Τάξεως και, εν
προκειμένω, της περιβαλλοντικής προστασίας και βιωσιμότητος. Εκ του συνδυασμού
των ανωτέρω αρχών, προκύπτει ότι:
• Παύει η μετά το 1975 επιδείνωσις της προσβολής οικοσυστήματος, η οποία
είχε αρχίσει προ της θεσπίσεως της περιβαλλοντικής προστασίας στο Σύνταγμα. Υπό
την έννοιαν αυτή, εκρίθη υπό του Δικαστηρίου ότι η αρξαμένη προ του 1975
ρύπανσις του Παγασητικού Κόλπου δεν αποτελεί άλλοθι διά την συνέχισιν της μετά
την ισχύ του άρθ.24 του Συντάγματος, αλλά αντιθέτως, το άρθρον τούτο επιβάλλει
την αποκατάστασίν του.
• Αποκαθίσταται υποχρεωτικώς η επελθούσα βλάβη εις το οικοσύστημα και
επαναφέρεται εν ζωή και αυτό τούτο το καταστραφέν οικοσύστημα, εφόσον τούτο
είναι βεβαίως ακόμη εφικτόν. Τοιουτοτρόπως, η νομολογία διέταξε την
αποκατάστασιν των επιχωθέντων ρεμάτων εις την Αττικήν, του αποστραγγίσθέντος
υγροτόπου της λίμνης Κάρλας κ.λπ.
Επί μεγάλης κλίμακος καταστροφών, οία δέον να θεωρηθεί η καταστροφή του
Φαληρικού Όρμου, καταρτίζεται μακρόπνοος στρατηγική αποκαταστάσεως και
επαναφοράς εν ζωή των καταστραφέντων οικοσυστημάτων, Το Επιμελητήριον ησχολήθη
με το μείζον αυτό θέμα στην υπ' αρ. 100/2007 Γνωμοδότηση του για την
Αποκατάσταση του Κόλπου της Ελευσίνος: «...Η Ελληνική Διοίκησις έχει εκ του
Συντάγματος την υποχρέωσιν να απομακρύνει την βαρείαν βιομηχανίαν από το
Θριάσιον Πεδίον και να απελευθερώσει όλο το παράκτιο σύστημα του Δυτικού
Σαρωνικού από πάσαν άλλη δραστηριότητα που δεν δύναται να θεωρηθεί ως ηπία
διαχείρισις των ακτών. Οι ακτές αυτές δέον να αποδοθούν εις την κατά προορισμόν
κοινοχρησίαν, ήτοι εις την ελευθέραν και ακώλυτον πρόσβασιν και χρήσιν της
θαλάσσης. ... Εξ άλλου, εκ του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος περί της
προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος, η Διοίκησις οφείλει να αποκαταστήσει
τον πνευματικό χαρακτήρα των αξιών τον πολιτισμού μας και δη να δώσει την
υπεροχή και προτεραιότητα στην έμπρακτη προστασία και ανάδειξη των μνημείων της
-πολιτιστικής μας κληρονομιάς στην Αττική. Τα μνημεία αυτά (και όχι η
-βιομηχανία) πρέπει να δεσπόζουν στην χωροταξία και πολεοδομία της Αττικής και
των Αθηνών. Τα Ιερά της Ελευσίνος δεν είναι νοητό να επισκιάζονται, ούτε να
συνυπάρχουν, με την de facto κατισχύσασα μέχρι τούδε βιομηχανική βαρβαρότητα. Εις
το παρελθόν, η περιστασιακή ανάγκη (κακώς) υπερίσχυσε του ελλόγου σχεδιασμού.
Σήμερα δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία να νομιμοποιηθούν τα εν ονόματι τοιαύτης
ανάγκης διαπραχθέντα ολέθρια λάθη........... Δια να πραγματοποιήσει η Διοίκησις
τον ανωτέρω σκοπόν, ο οποίος δέον να θεωρηθεί ως μείζων εις την εθνικήν
στρατηγικήν βιώσιμου αναπτύξεως και χωροταξίας, δέον να καταρτίσει μαιψόπνοον
στρατηγικόν σχέδιον με ορίζοντα ευλόγου χρόνου, ώστε να υπάρξει σταδιακή και
ομαλή μετάβασις από την σημερινήν παράνομον κατάστασιν πραγμάτων εις την
επιβαλλομένην οικολογικήν ευταξίαν. ...
Εις την κατάρτισιν της
στρατηγικής αυτής δέον να συμπράξουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι παράλιοι Δήμοι, εις
τους οποίους και δέον να ανήκει η βιώσιμος διαχείρισις των οικείων ακτών. Εντός
της στρατηγικής αυτής δέον να μελετηθεί συνολικώς και το θέμα της βιώσιμου
διαχειρίσεως των υγρών αποβλήτων της Αττικής, εις το οποίον ανήκει και το
επίμαχον θέμα των αποβλήτων του Θριασίου Πεδίου...»
Η Αρχή αυτή είναι εντελώς αντίθετος προς τα συμβάντα εις τον Φαληρικόν
Όρμον, ένθα, ως θα ίδωμεν, την μίαν καταστροφικήν επέμβασιν διεδέχετο άλλη
βαρύτερα, έως ότου εφθάσαμεν εις την νυν σχεδιαζομένην «ριζικήν ανάπλασιν» του
Φαληρικού Όρμου. Με το θέμα τούτο θα ασχοληθούμε εκτενέστερον περαιτέρω, αλλά
ειρήσθω από τούδε ότι αποτελεί βαρείαν πλάνην της Διοικήσεως να υπολαμβάνει ότι
έχει την ελευθερίαν να προβαίνει εις ανάπλασιν παρακτίων οικοσυστημάτων, ως
πράττει προκειμένου περί της αναπλάσεως πόλεων ή τμημάτων αυτών, Η Διοίκησις
δύναται και ενίοτε οφείλει να προβαίνει εις την ανάπλασιν των ανθρωπογενών
οικισμών της, αλλά δεν έχει καμμίαν απολύτως εξουσίαν να προβαίνει εις
ανάπλασιν οικοσυστημάτων επί τα χείρω (!), προκαλούσα την επιδείνωσιν της
καταστάσεως των και την καταστροφήν των. Βλαβέντα παράκτια οικοσυστήματα δεν
αναπλάθονται, αλλά μόνον αποκαθίστανται. Ανάπλασις τεχνικών έργων του
παρελθόντος εκτελεσθέντων επί παρακτίων οικοσυστημάτων νοείται και επιτρέπεται
μόνον προκειμένου περί της αποκαταστάσεως των τελευταίων, η οποία νοείται
βεβαίως ως απελευθέρωσίς των από τα τεχνικά εκείνα έργα που είναι ασύμβατα προς
την λειτουργίαν των. Επί του θέματος τούτου δέον να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι η
φυσική ακτογραμμή δέον να γίνεται σεβαστή ως ένδειξις σταθεράς ισορροπίας εις
την διηνεκή αλληλεπίδρασιν ξηράς και θαλάσσης η οποία δέον να χωρεί ακώλυτος.
Πρώτη αποστολή των παρακτίων οικοσυστημάτων είναι η διευκόλυνσις ασκήσεως του
ατομικού δικαιώματος των πολιτών προς ελευθέραν και ευχερή πρόσβασιν εις την
θάλασσαν. Αυτός είναι και ο ιστορικός λόγος της αναγνωρίσεως της κοινοχρησίας
των ακτών από αρχαιοτάτων χρόνων. Η κοινοχρησία αυτή είναι η πρώτη νομική αρχή
που διέπει την λειτουργίαν των παρακτίων οικοσυστημάτων. Η κατασκευή λιμένων
χάριν της θαλασσιάς επικοινωνίας είναι εξαιρετικός και αληθής λόγος δημοσίου
συμφέροντος, επιτρέποντος τα αντίστοιχα λιμενικά έργα, όπου υπάρχει, κατ'
αρχήν, φυσικός όρμος, αλλ' εν ονόματι αυτής δεν δύναται να δικαιολογηθούν και
άλλα τεχνικά έργα, ως είναι αυθαίρετες προκυμαίες, μαρίνες και παντοειδείς
επιχώσεις και κατασκευές κατασκευές στην ακτή, που παρακωλύουν το ειρημένον
ατομικό δικαίωμα, που είναι και το μόνο συμβατό με την φυσική λειτουργία των
παρακτίων οικοσυστημάτων. Η νομολογία του Ε' Τμήματος του ΣτΕ είναι αυστηρά εν
προκειμένω. Λιμένες σκαφών αναψυχής (μαρίνες) δεν νομιμοποιούνται ουδέ ρητώς
προβλεπόμενες υπό του νόμου, εκτός εάν υπάρχει λελογισμένον συστημικόν σχέδιον
οικείου δικτύου. Τα δίκτυα λιμένων πρέπει να ερευνώνται από της πλευράς της
αναγκαιότητος και της λειτουργίας των, εις τρόπον ώστε να περιορίζεται η
ανθρώπινη τεχνική παρέμβασις στην ακτογραμμή, η οποία κατ' αρχήν είναι
απηγορευμένη, ως και άλλα συναφή έργα, ως λ.χ. κυματοθραύστες, τεχνητοί νήσοι,
αχρείαστοι λιμενοβραχίονες, εσκεμμένες προσχώσεις προς επαύξησιν της ξηράς
κ.λπ. Είναι αυτόχρημα θλιβερόν ότι η Ελλάς, χώρα κατ' εξοχήν νησιωτική, με μέγα
ανάπτυγμα ακτών, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να αγνοεί την θεμελιώδη αυτήν
αρχή, ενδιαφερόμενος πρωτίστως διό. την εμπορικήν εκμετάλλευσιν του θεσμού ως
προσοδοφόρου δημοσίου θεάματος (βλ. Γνωμοδότησιν Επιμελητηρίου υπ' αρ. 26/2003
«Η Αθήνα και τα Ολυμπιακά Έργα»). Είχαμε τονίσει τότε ότι η τέλεσις των
Ολυμπιακών Αγώνων εις τον γενέθλιον τόπον της Χώρας μας έθετεν επί τάπητος το
ζήτημα της συμμορφώσεως των προς τις αρχές προστασίας της εθνικής πολιτιστικής
κληρονομιάς της οποίας οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν πολύτιμον και
αναπόσπαστον τμήμα. Επρόκειτο δε όχι περί απλής φιλοσοφικής θεωρήσεως του
προβλήματος, αλλά περί της νομικής υποχρεώσεως όπως η τέλεσις των Ολυμπιακών
Αγώνων επανέλθει εις την σεμνήν πνευματικότητα την οποίαν ο θεσμός αυτός είχε
κατά την μακραίωνα εφαρμογήν του στην Ελλάδα. Παραλλήλως, οι Ολυμπιακοί Αγώνες
του 2004 ήτο μία σημαντική ευκαιρία για την εξυγίανση του αθλίου πολεοδομικού
καθεστώτος της μεγαπόλεως των Αθηνών.
Δυστυχώς ουδέν τούτων εγένετο. Όλως αντιθέτως δε, ο ειδικός νόμος που
κατηρτίσθη δια τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα Ολυμπιακά έργα (νόμος 2730/1999),
διέλαβε κατάφωρον αντισυνταγματικήν διάταξιν (άρθ.1), καθ' ήν σκοπός της
τελέσεως των Αγώνων ήτο η «οικονομική ανάπτυξις» -όρος ευφημισπκός σημαίνων
πράγματι την εμπορικήν εκμετάλλευσιν των Αγώνων. Το στίγμα αυτό παρηκολούθησε
και τα Ολυμπιακά έργα στην λεγομένη «μεταολυμπιακή αξιοποίησιν» των, καθ' ήν
πλείστα -των. έργων τούτων,-κατασκευασθέντα διά του δημοσίου χρήματος,
παρεδόθησαν εν συνεχεία εις την ιδιωτικήν κερδοσκοπίαν. Το Επιμελητήριον είχεν
τότε προειδοποιήσει επίσης ότι εκ της εκτελέσεως των Ολυμπιακών έργων
απειλούντο οι τελευταίοι εναπομείναντες ελεύθεροι και κοινόχρηστοι χώροι,
απειλούντο δε ιδίως τα παράκτια οικοσυστήματα του Σαρωνικού, τα οποία είχαν ήδη
υποστεί και το βάρος άλλων «πολιτιστικών» έργων, ως ήταν λ.χ. και το
επιλεγόμενον «Στάδιον Ειρήνης και Φιλίας» (1985) το οποίον κατεσκευάσθη
κυριολεκτικώς επί «μπαζωθέντος» παρακτίου συστήματος. Όπερ δε και χείριστον,
αντί να απαλλαγεί το θαλάσσιον μέτωπον των παρακτίων δήμων από την υπερυψωμένην
οδό ταχείας κυκλοφορίας που εχρονολογείτο από την εποχήν της αγρίας αναπτύξεως,
επεβαρύνθη περαιτέρω διά της κατασκευής φαραωνικών οδικών έργων, ως είναι
εναέριες γέφυρες κυκλοφορίας και άλλα οικοδομικά έργα τα οποία απέκλεισαν
τελικώς την ελευθέραν και ακίνδυνον πρόσβασιν των κατοίκων εις την θάλασσαν. Εκ
των «Ολυμπιακών» τούτων έργων, η εναπόθεσις οικοδομικών απορριμμάτων ευθύνεται
για την εσκεμμένην προώθησιν της ακτογραμμής μέχρι ικανού βάθους του θαλασσίου
όρμου. Εννοείται ότι κατόπιν αυτών, προέκυψεν προκυμαία εκ σκυροδέματος (!) εις
μήκος τουλάχιστον 2,5 χλμ. προκειμένου περί του Δήμου Μοσχάτου, πολύ δε
περισσοτέρων χιλιομέτρων προκειμένου περί του Φαληρικού Όρμου εν τω συνόλω
αυτού. Πάντα τα έργα ταύτα εστερούντο εκ κατασκευής βιωσιμότητος και
νομιμότητος, διότι:
1. Εκτελεσθέντα μετά την ισχύν του άρθ.24 του Συντάγματος, παραβιάζουν
την θεμελιώδη αρχήν της αποκαταστάσεως, της οποίας την υποχρέωσιν τηρήσεως
υπείχεν η δημοσία διοίκησις αυτομάτως ευθύς ως απεφάσισεν την εκτέλεσιν έργων
εις το παράκτιον σύστημα. Με άλλους λόγους, ευθύς ως αύτη απεφάσισεν την
εκτέλεσιν έργων εις το παράκτιον σύστημα, αυτά δεν ηδύνατο να είναι άλλο τι
ειμή έργα αποκαταστάσεως του φυσικού παρακτίου οικοσυστήματος.
2. Πέραν αυτού, όμως, η εκτέλεσις Ολυμπιακών έργων εις το ευπαθές
παράκτιον σύστημα του Φαληρικού Όρμου με κανένα τρόπο δεν δύναται να θεωρηθεί
ως ηπία διαχείρισις αυτού, η οποία είναι και η μόνη επιτρεπτή προκειμένου περί
των ευαίσθητων ή ευπαθών οικοσυστημάτων ως ο Φαληρικός Όρμος.
6. Ειδικώς προκειμένου περί
της παραλίας του Δήμου Μοσχάτου, το «Ειδικό Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης της
Περιοχής» (ΕΣΟΑΠ) οριοθετεί την Ζώνην Α1 ως τμήμα του ευρύτερου Ολυμπιακού
Πόλου Φαλήρου με επιφάνεια 240.300 τ.μ. Η ζώνη αυτή εκτείνεται δυτικώς της
εκβολής του Ιλισού και μέχρι της εκβολής του Κηφισού, βορείως δε συνορεύει με
την «Λεωφόρο Ταχείας Κυκλοφορίας Ποσειδώνος». Εντός της ζώνης αυτής προβλέπεται
η λειτουργία «οικολογικού πάρκου και ηπίων αθλητικών εγκαταστάσεων»
συνοδευόμενων από τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις υποστηρίξεως. Οι «ήπιες» αυτές
αθλητικές εγκαταστάσεις περιγράφονται ως εξής:
α. ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
α1. Στίβος 8 διαδρομών με γήπεδο ποδοσφαίρου με φυσικό χλοοτάπητα και
εγκαταστάσεις ρίψεων (σφαίρας, σφύρας, δίσκου και ακοντίου), σκαμμάτων αλμάτων
μήκους και διαδρόμους φοράς ύψους και άλματος επί κοντώ.
α2. Δύο κτίρια αποδυτηρίων
α3. Κερκίδες χωρητικότητας περίπου 3.000 θεατών με χώρους υγιεινής
κοινού, αποθήκες και γραφεία στο ισόγειο.
α4. Δύο (2) γήπεδα ποδοσφαίρου με φυσικό χλοοτάπητα διαστάσεων
68.00X105.ΟΟμ.
α5. Τέσσερα (4) γήπεδα ποδοσφαίρου 5X5 με συνθετικό χλοοτάπητα
χωροθετημένα σε δύο ζεύγη με κερκίδες χωρητικότητας περίπου 250 θεατών σε κάθε
ζεύγους γηπέδων.
α6. Δύο κτίρια αποδυτηρίων εξυπηρέτησης γηπέδων 5X5.
α7. Δύο συγκροτήματα δεξαμενών νερού με αντίστοιχους οικίσκους
αντλιοστασίων.
β. ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
β1. Ζώνες διαμορφωμένου πρασίνου με χώρους ξεκούρασης επισκεπτών όπου
τοποθετούνται καθιστικά, σκίαστρα και κρουνοί πόσιμου νερού.
β2. Κατασκευή πεζοδρόμου με λωρίδα ποδηλατοδρόμου.
β3. Φωτιστικά περιβάλλοντος χώρου
β4. Περιφράξεις
β5. Δίκτυα
β6. Ηλεκτρομηχανολογικές Εγκαταστάσεις "
Πέραν των ανωτέρω αθλητικών
εγκαταστάσεων, εις την Ζώνην Α1 προβλέπεται και η δημιουργία «οικολογικού
πάρκου» παραχωρουμένου εις τον Δήμον Μοσχάτου και αποτελούντος πράγματι λοφώδη
έξαρσιν του εδάφους εκ της εναποθέσεως οικοδομικών απορριμμάτων, το οποίον ο
Δήμος καλείται να μεταβάλει εις πάρκον (!).
7. Την διοίκησιν και
διαχείρισιν ολοκλήρου της Ζώνης ΑΙ ισχυρίζεται ότι έχει η Α.Ε. «Ολυμπιακά
Ακίνητα», στην οποίαν ο νόμος 3207/2003 ανέθεσεν την διαχείρισιν και
αξιοποίησιν όλων των Ολυμπιακών έργων και συναφών εγκαταστάσεων. Ως συνέβη δε
και με τα άλλα Ολυμπιακά έργα, η ανώνυμος αυτή εταιρεία σχεδιάζει την
μεταολυμπιακήν αξιοποίησιν και εκμετάλλευσιν των δια της παραχωρήσεως των εις
ιδιώτες. Η ίδια βεβαίως τύχη επιφυλάσσεται και για τις αθλητικές και λοιπές
εγκαταστάσεις της Ζώνης ΑΙ. Τοιουτοτρόπως,-εγείρεται το έτερον μέγα θέμα της
υποθέσεως, εάν η ιδιωτική αυτή εταιρεία δύναται να αναλάβει την διαχείρισιν
κοινοχρήστων χώρων και εάν δύναται περαιτέρω να εκχωρήσει την αποκλειστικήν
χρήσιν των εις ιδιώτες. 'Το θέμα τούτο συνδέεται αμέσως και αρρήκτως με την
διευκρίνισιν του νομικού καθεστώτος της παραλίας Μοσχάτου, και δη τόσον του
αρχικού πυρήνος αυτής όσον και των αυθαιρέτως και παρανόμως γενομένων
προσχώσεων εις βάρος του θαλασσίου μετώπου, οι οποίες έχουν την σημαντικήν
έκτασιν των 800 περίπου στρεμμάτων.
Όπως προείπαμε, εις την θέσιν της αρχικής ωραίας και αμμώδους ακτής του
Μοσχάτου, την οποίαν μπορεί να θαυμάσει κανείς σε. παλαιές φωτογραφίες, .
ανεπτυγμένην ολίγα μέτρα έμπροσθεν της ρυμοτομικής γραμμής, υπάρχει σήμερον μία
τεραστία έκτασις εκατοντάδων μέτρων προς την θάλασσα, διαμορφωθείσα δια της
συσσωρεύσεως οικοδομικών απορριμμάτων και τερματιζομένη δια προκυμαίας εκ
σκυροδέματος. Το ενδιαφέρον νομικόν ερώτημα είναι τις η φύσις αυτής της μεγάλης
ανθρωπογενούς προσχώσεως που εδημιουργήθη εις την θέσιν της παλαιάς αμμώδους
ακτής. Παρόμοιον ερώτημα ετέθη ενώπιον του Επιμελητηρίου εις την περίπτωσιν της
χερσαίας ζώνης του λιμένος Βόλου, η οποία προέκυψε παρομοίως διά της αποθέσεως
οικοδομικών απορριμμάτων. Κατά την Γνωμοδότησιν του Επιμελητηρίου εις την υπόθεσιν
εκείνην, οι ανθρωπογενείς προσχώσεις των ακτών δεν παράγουν ιδιωτικήν κτήσιν
και χρήσιν του Δημοσίου, αλλ' αντιθέτως προεκτείνουν και επ' αυτών την δημόσιον
κτήσιν που υφίστατο επί της παλαιάς ακτής και την κοινοχρησίαν της (βλ.
Γνωμοδότησιν Επιμελητηρίου υπ' αρ. 101/2007, «Κοινοχρησία χερσαίας ζώνης
λιμένος προκύψασα εξ επιχώσεως αυτής»). Άλλως, θα ηδύνατο εκ κοινοχρήστου γης
να παραχθεί ιδιοκτησία και εκ της ελευθέρας διαθέσεως της ιδιωτικής αυτής
κτήσεως του Δημοσίου, να παρεμβληθούν μεταξύ της παλαιάς ρυμοτομικής γραμμής
και της οριογραμμής του νέου αιγιαλού παντός είδους χρήσεις διακόπτουσαι και
παρακωλύουσαι την άμεσον πρόσβασιν εις την ακτήν, η οποία όμως αποτελεί το
θεμελιώδες ατομικόν δικαίωμα των κατοίκων του παρακτίου Δήμου, αλλά και όλων
των επιθυμούντων να ασκήσουν το δικαίωμα της ακώλυτου και ελευθέρας προσβάσεως
των εις την θάλασσα. Διά της επιχώσεως, λοιπόν, των κοινοχρήστων ακτών και της
'κοινής τοις πόσιν θαλάσσης', ουδέποτε παράγεται ιδιωτική ιδιοκτησία του
Δημοσίου, αλλ' αντιθέτως, η εντεύθεν προκύπτουσα παραλιακή έκτασις
παρακολουθείται με το βάρος της κοινοχρησίας το οποίον είχεν αρχήθεν η
προεκτεινομένη εις βάρος της θαλάσσης νέα ακτή. Όθεν, υπέρ του αντιθέτου
διατάξεις του άρθρου 5 του Π.Δ. της 22/26.3.2002, που επιτρέπουν την επίχωσιν
208.490 μ2 θαλασσιάς εκτάσεως του Φαληρικού Όρμου (!!!), περιερχομένων εις την
πλήρη κυριότητα του Δημοσίου (!!!), είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές,
Οίκοθεν νοείται ότι η κοινοχρησία αυτή διαρκεί ενόσω διαρκεί και η παράνομος
αυτή δημιουργία του παλαιού αιγιαλού, διότι, κατά τα προειρημένα, η παράνομος
πρόσχωσις αποτελεί αυτόδηλον παραβίασιν του άρθ.24 του Συντάγματος,
προσβάλλουσαν το ευαίσθητον οικοσύστημα των ακτών και ως τοιαύτη
παρακολουθείται από την υποχρέωσιν αποκαταστάσεως του. Κατά τούτα δηλ., ενόσω
διατηρείται η παράνομος πρόσχωσις ωρισμένης ακτής, διατηρείται παραλλήλως και η
κοινοχρησία αυτής, η οποία ούτω δεν δύναται να τεθεί υπό ιδιωτικήν ιδιοκτησίαν,
αλλά δέον πάντοτε να χρησιμεύει για την ελευθέραν και ακώλυτον πρόσβασιν προς την
νέαν ακτήν. Αλλά και γενικώς ειπείν, η κοινοχρησία γης είτε εις την πόλιν είτε
εις την ύπαιθρον, αποτελεί στοιχείον του συνταγματικώς προστατευομένου φυσικού
και αστικού περιβάλλοντος, και της επίσης συνταγματικώς προστατευόμενης
ποιότητος ζωής. Σημειωτέον ότι, επί προσχωσιγενούς ακτής δεν δύνανται να
οικοδομηθούν ούτε κοινωφελή έργα, ως συνέβη προκειμένου περί των Ολυμπιακών
έργων του Φαληρικού Όρμου. Διότι τα κοινωφελή έργα δεν είναι νόμιμον
υποκατάστατον της κοινοχρησίας, ούτε δύναται να εξισωθούν προς αυτήν. Ανωτέρω
δε ετονίσαμε ότι η κατασκευή κοινωφελών έργων επί των ακτών, και ειδικώς τα
Ολυμπιακά έργα που εκατασκευάσθησαν εις τον Φαληρικόν Όρμον, δεν αποτελούν
προδήλως ηπίαν διαχείρισιν των ακτών, αφού .αντιστρατεύονται ευθέως την κυρίαν
λειτουργίαν αυτών και των συναφών παρακτίων οικοσυστημάτων.
Το συμπέρασμα της αναλύσεως αυτής είναι ότι, εφ' όσον επί των εξ
επιχώσεως της ακτής δημιουργηθεισών νέων εκτάσεων του Φαληρικού Όρμου δεν
υφίσταται ιδιωτική κτήσις του Δημοσίου, δεν υφίσταται βεβαίως και το δικαίωμα
της αποκαλούμενης «Α.Ε. Ολυμπιακά Ακίνητα» προς διοίκησιν και διαχείρισιν
αυτής, Εφόσον δε περαιτέρω, υπό την κειμένην νομοθεσία, η διοίκησις και
διαχείρισις των ακτών ανήκει εις τους οικείους δήμους των οποίων αποτελούν το
θαλάσσιον μέτωπον, η διοίκησις και διαχείρισις των κοινοχρήστων προσχωσιγενών
εκτάσεων ανήκει επίσης εις τους οικείους Δήμους, Τούτο, άλλωστε, είναι σύμφωνον
και προς ετέραν γενικήν αρχήν του Δικαίου της Δημοσίας Κτήσεως, καθ' ήν οι
κοινόχρηστες ακτές της Χώρας ανήκουν εις την δημοσίαν κτήσιν η οποία δεν έχει
καμμία σχέση με ένα δήθεν δικαίωμα δημοσίας, ούτως ειπείν, κυριότητος του
κράτους, αλλά συνιστά απλώς υποχρέωσιν αποκλειστικής διαχειρίσεως του δημοσίου
χάριν της κοινοχρησίας των πολιτών, η οποία ουδέποτε δύναται να ανατεθεί εις
την διοίκησιν και διαχείρισιν ιδιωτικού φορέως. Οι θεμελιώδεις αυτές αρχές που
πηγάζουν από το Αρχαίον Ελληνικόν και Ρωμαϊκόν Δίκαιον και έτυχαν περαιτέρω
αναπτύξεως εις το Γαλλικόν Δημόσιον Δίκαιον, αποτελούν έκτοτε συστατικόν της εννοίας του Κράτους Δικαίου
και δεν δύνανται να παραβιάζονται αμέσως ή εμμέσως, ως συμβαίνει δυστυχώς μετά
περισσής ελαφρότητος εις την Χώραν, ένθα απετολμήθησαν διατάξεις νόμου
παρέχουσαι την αποκλειστικήν χρήσιν ακτών εις ιδιώτες (ιδίως παράκτιες
τουριστικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις), ως επίσης και άλλες διατάξεις
αναθέτουσαι την διαχείρισιν κοινοχρήστων πραγμάτων εις ιδιωτικούς φορείς, ο\α
εν προκειμένω η Α.Ε. Ολυμπιακά Ακίνητα. Κατά ταύτα, οι παράλιοι Δήμοι οφείλουν
να επαγρυπνούν για την υπεράσπισιν των δικαιωμάτων διαχειρίσεως που έχουν επί
των παρακτίων συστημάτων που αποτελούν το θαλάσσιον μέτωπόν των.
Ειδικώς προκειμένου περί της παραλίας του Δήμου Μοσχάτου, πρέπει να
υπογραμμισθεί ότι τα προγραμματισθέντα εις αυτήν Ολυμπιακό έργα ουδέποτε
εξετελέσθησαν. Συνεπώς, παρανόμως και κατόπιν εορτής η εταιρεία «Ολυμπιακά
Ακίνητα» διεκδικεί σήμερον την αρμοδιότητα διοικήσεως κοινοχρήστου εκτάσεως για
την καθυστερημένη και αλυσιτελή κατασκευήν δήθεν ολυμπιακών έργων χάριν της
ιδιωτικής εκμεταλλεύσεως των. Εδώ δηλ. δεν πρόκειται περί της μεταολυμπιακής
εμπορικής εκμεταλλεύσεως ολυμπιακών έργων, η οποία είναι επίσης παράνομος, αλλά
περί της διοικήσεως και διαχειρίσεως ακινήτων απλώς εκτάσεων που αποτελούν
πράγματι τον πάλαιαν αιγιαλόν του Δήμου Μοσχάτου και ο οποίος φυσικό υπόκειται
εις την διοίκησιν και διαχείρισιν του Δήμου αυτού.
8. Πρέπει να προστεθεί ότι η
κοινοχρησία των παρακτίων οικοσυστημάτων του Φαληρικού Όρμου και ειδικώς της
παραλίας Μοσχάτου είναι συμβατή μόνον με μικρές εγκαταστάσεις υποστηρίξεως
χάριν αναψυχής, ως λ.χ. αναψυκτήρια κ.λπ., ως επίσης και με ανοικτές εις όλο το
φίλαθλο κοινόν αθλητικές εγκαταστάσεις, ήτοι με την δημιουργία ανοικτών χώρων
αθλήσεως με στοιχειώδεις εγκαταστάσεις, που δεν είναι βεβαίως τα οργανωμένα
γήπεδα ποδοσφαίρου με κερκίδες θεατών. Κυρία, αν μη αποκλειστική, αποστολή των
παρακτίων συστημάτων είναι η άμεσος και ακώλυτος επαφή των ανθρώπων με την
θάλασσα. Εξ άλλου, η διατήρησις των παρακτίων συστημάτων περιλαμβάνει και την
υποχρέωσιν αποκαταστάσεως και διατηρήσεως της οικείας χλωρίδος και πανίδος.
Κατά ταύτα, το καταρτισθέν «Ειδικό Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης της Περιοχής»
(ΕΣΟΑΠ) και την δη στην περιοχή των Δήμων Φαλήρου, Καλλιθέας και Μοσχάτου, δεν
είναι νόμιμον και δεν πρέπει να επιχειρηθεί. Διότι δεν αποβλέπει εις την αποκατάστασιν
του Φαληρικού Όρμου, αλλά στην παγίωση, νομιμοποίηση και περαιτέρω επέκτασιν
των καταστροφικών επεμβάσεων, οι οποίες:
• Δεν κατατείνουν, ως έδει, εις την αποκατάστασιν των παρακτίων
οικοσυστημάτων, τα οποία αντιθέτως θυσιάζουν χάριν φαραωνικών τεχνικών έργων,
οίον δέον να θεωρηθεί και η μετατροπή της παραλίας του Μοσχάτου εις τεχνητήν
νήσον (!), ούτως ώστε να παρέχεται η ψευδαίσθησις δημιουργίας θαλασσίου
μετώπου..
• Προοιωνίζονται ασφαλώς νέες και βαρύτερες επεμβάσεις εις το μέλλον, εκ
της διηνεκούς αντιστάσεως των φυσικών στοιχείων εις τα αυθαιρέτως σχεδιασθέντα
έργα.
• Παραβιάζουν τα δικαιώματα των παρακτίων οικισμών και των παραλίων
Δήμων.
9. Εν συμπεράσματι, το Επιμελητήριον φρονεί ότι δέον η Δημοσία Διοίκησις, .
1. Να απόσχει της υλοποιήσεως του ειρημένου Ειδικού Σχεδίου Ολοκληρωμένης
Αναπτύξεως κ.λπ. του Φαληρικού Όρμου, το οποίον αντίκειται ευθέως εις την
υποχρέωσιν αποκαταστάσεως του Φαληρικού Όρμου, ήν η Διοίκησις υπέχει ευθέως εκ
του άρθ.24 του Συντάγματος. Ο Φαληρικός Όρμος πρέπει να αποκατασταθεί, όχι να
αναπλασθεί.
2. Να παραχωρήσει την διοίκησιν και διαχείρισιν των παρακτίων
οικοσυστημάτων εις τους οικείους παράλιους δήμους.
3. Να συμπράξει με τους παραλίους δήμους εις την κατάρτισιν γνησίου και
μακροχρονίου προγράμματος σταδιακής αποκαταστάσεως των παρακτίων οικοσυστημάτων
του Φαληρικού Όρμου, εκπονουμένου υπό των εν προκειμένων αρμοδίων επιστημόνων,
που δεν είναι αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί, αλλ' ειδήμονες των
παρακτίων οικοσυστημάτων.
4. Εις το πλαίσιον της μελέτης αυτής δέον να μελετηθεί επίσης η
αποκατάστασις των ιστορικών ποταμών των Αθηνών Κηφισού και Ιλισού, και ιδίως
του Δέλτα αυτών εις τον Φαληρικόν Όρμον. Είναι εθνικώς απαράδεκτον να έχουν
όλες οι ιστορικές ευρωπαϊκές πόλεις διατηρήσει τους ιστορικούς ποταμούς των, οίον
η Ρώμη τον Τίβερη, το Παρίσι τον Σηκουάνα κ.λπ., και αι Αθήναι να έχουν
απολέσει τους ιστορικούς ποταμούς των οι οποίοι είναι και αναπόσπαστον μέρος
της Ελληνικής Γραμματείας. Πώς είναι δυνατόν η ανάγνωσις του Πλάτωνος σήμερον
να γίνεται με τον Ιλισόν μετατραπέντα εις υπόνομον οδού ταχείας κυκλοφορίας;
5. Οίκοθεν νοείται ότι προέχει η απόκρουσις των αβασίμων αξιώσεων της επί
του επιμάχου χώρου.
Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 2007
Ο Πρόεδρος
Μιχαήλ Δεκλερής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου